- προάστιον
- προάστιονsuburbneut nom/voc/acc sgπροάστιοςsuburbanmasc acc sgπροάστιοςsuburbanneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προαστίοις — προάστιον suburb neut dat pl προάστιος suburban masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαστίου — προάστιον suburb neut gen sg προάστιος suburban masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαστίων — προάστιον suburb neut gen pl προάστιος suburban fem gen pl προάστιος suburban masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προάστια — προάστιον suburb neut nom/voc/acc pl προάστιος suburban neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άστιος — ἄστιος, α, ον (Α) αστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ ή < αστός. ΣΥΝΘ. αρχ. προάστιος (με περισσότερο συνηθισμένο το ουδ. προάστιον, το οποίο χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό τόσο στην αρχαία όσο και στη νέα Ελληνική)] … Dictionary of Greek
προάστιο — Όνομα 4 οικισμών. 1. Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Καλαμών, του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (10 τ. χλμ.), στην οποία υπάγονται και οι οικισμοί Νέο Προάστιο (υψόμ. 20 μ.) και Λάκκος (υψόμ. 280 μ.). 2.… … Dictionary of Greek
προαστίτης — ό, ΜΑ ο κάτοικος προαστίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προάστιον + επίθημα ίτης αναλογικά προς το πολ ίτης (πρβλ. ἀστ ίτης: ἄστυ)] … Dictionary of Greek
προαστιανός — ή, όν, Α αυτός που κατοικεί στο προάστιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προάστιον + κατάλ. ιανός (πρβλ. παρθεν ιανός)] … Dictionary of Greek
προαστιεύς — έως, ό, ΜΑ ο κάτοικος προαστίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προάστιον + κατάλ. εύς (πρβλ. Χαλκιδ εύς)] … Dictionary of Greek
ԲՈՒՐԱՍՏԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 514 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 13c գ. παράδεισος, κῆπος paradisus, hortus Տեղի՝ ուր բուրեն ʼի ծաղկանց եւ ʼի պտղոց հոտք անուշից. նոյն ընդ ձայնիս Պարտէզ՝ ծառոց եւ ծաղկանց. որ եւ ԴՐԱԽՏ. յն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)